Μία από τις πιο συχνές επιπλοκές που εμφανίζονται ως αποτέλεσμα των δύο τύπων αντικαρκινικής θεραπευτικής αντιμετώπισης, τη χημειοθεραπεία και την ακτινοθεραπεία, είναι αυτή της στοματικής βλεννογονίτιδας.
Με ιατρικούς όρους, πρόκειται για την οξεία φλεγμονή και εξέλκωση του στοματικού βλεννογόνου του οποίου η ακεραιότητα απειλείται από την καταστροφή των ταχέως διαιρούμενων επιθηλιακών κυττάρων που καλύπτουν τον γαστρεντερικό σωλήνα, ως αποτέλεσμα χημειοθεραπείας και/ή ακτινοβολίας που αφορά στην περιοχή κεφαλής-τραχήλου.
Η στοματική βλεννογονίτιδα αποτελεί εξασθενητική επιπλοκή με σοβαρές κλινικές και ψυχικές επιπτώσεις για τον ασθενή.
Η σοβαρότητα και βαρύτητα των συμπτωμάτων αποτελούν τη διαχωριστική γραμμή που διαφοροποιεί την επαγόμενη από αντινεοπλασματική θεραπεία στοματική βλεννογονίτιδα, από τα απλά στοματικά έλκη σε υγιή άτομα.
Για την ακρίβεια, η επίπτωση αυτής της κατάστασης στη ζωή των ασθενών είναι τόσο δραματική που μπορεί ν’ απειλήσει την εν εξελίξει σωτήρια αντικαρκινική θεραπεία και να παρεμποδίσει την κατάλληλη εφαρμογή των θεραπευτικών πρωτοκόλλων.
Εν κατακλείδι, η επιτυχής αντιμετώπιση των δύο άλλων επιπλοκών που προκαλούνται από την αντικαρκινική θεραπεία, της ναυτίας και της ουδετεροπενίας, έχει αναδείξει την στοματική βλεννογονίτιδα ως την πιο σοβαρή και δοσοπεριοριστική παρενέργεια της χημειοθεραπείας και της ακτινοθεραπείας.